To Q & A της Διαμεσολάβησης
Ερωταπαντήσεις για τη Διαμεσολάβηση
Τι είναι Διαμεσολάβηση;
Η Διαμεσολάβηση είναι μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών. Τα μέρη μιας ιδιωτικής διαφοράς, εφόσον έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου αυτής, προσέρχονται αν το επιθυμούν και το συμφωνούν στη διαδικασία σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου συνοδευόμενα από τους Δικηγόρους τους, παραμένουν δε στη διαδικασία εκουσίως και, με τη βοήθεια του ουδέτερου, ανεξάρτητου και αμερόληπτου Διαμεσολαβητή, διαπραγματεύονται και επιδιώκουν την επίλυση της διαφοράς τους αυτής με συμφωνία. Η συμφωνία των μερών, ενσωματώνεται στο Πρακτικό της Διαμεσολάβησης που υπογράφεται από τα μέρη και τον Διαμεσολαβητή και το οποίο, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καθίσταται εκτελεστός τίτλος, έχει δηλαδή τη δεσμευτική ισχύ μιας δικαστικής απόφασης.
Πότε εισήχθη η Διαμεσολάβηση στην Ελλάδα;
Η Διαμεσολάβηση θεσμοθετήθηκε στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα με τον ν. 3898/2010 σε εφαρμογή της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ. Σήμερα είναι σε ισχύ ο ν.4640/2019 με τίτλο «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 και άλλες Διατάξεις», ο οποίος ψηφίστηκε στις 28.11.2019, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 190/30.11.2019 και τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή του (αναφορικά με την έναρξη εφαρμογής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας για τις οικογενειακές διαφορές και για τις υποθέσεις τακτικής Μονομελούς πάνω από 30.000 Ευρώ και Πολυμελούς δείτε την επόμενη ερώτηση) .
Τι είναι η υποχρεωτική αρχική συνεδρία (Υ.Α.Σ.);
Σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του ν.4640/2019, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, προβλέπεται πλέον ένα στάδιο Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας (Υ.Α.Σ.), κατά το οποίο ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους. Μετά το πέρας της αρχικής αυτής συνεδρίας, τα μέρη μπορούν να αποφασίσουν να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη Διαμεσολάβηση, οπότε και υπογράφουν το σχετικό συμφωνητικό υπαγωγής. Σε αντίθετη περίπτωση (αν δηλαδή τα μέρη δεν συμφωνήσουν να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη διαδικασία αυτή), συντάσσεται πρακτικό το οποίο, κατατίθεται στο αρμόδιο Δικαστήριο μαζί με τις προτάσεις, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής.
Σύμφωνα με τον νόμο, στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία υπάγονται:
α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από κάποιες ρητές εξαιρέσεις
β) όλες οι διαφορές της τακτικής διαδικασίας που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
γ) οι διαφορές για τις οποίες προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα Διαμεσολάβησης σε έγγραφη συμφωνία των μερών
Πότε και πώς μπορεί μια διαφορά να υπαχθεί στη Διαμεσολάβηση;
Τα μέρη μπορούν να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη Διαμεσολάβηση σε οποιοδήποτε στάδιο βρίσκεται, πριν ή και μετά από την προσφυγή τους στη Δικαιοσύνη. Ο γενικός κανόνας είναι ότι μια διαφορά μπορεί να υπαχθεί στη Διαμεσολάβηση μόνο εφόσον το επιθυμούν τα μέρη (εκούσια υπαγωγή). Διαφοροποίηση υπάρχει μόνο για τις κατηγορίες υποθέσεων που αναφέρονται στην ερώτηση 2 και μόνο για το στάδιο της Υ.Α.Σ., όπως αναφέρεται αναλυτικά στην προηγούμενη ερώτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, η υπαγωγή των μερών στη Διαμεσολάβηση γίνεται ύστερα από έγγραφη συμφωνία τους, η δε παραμονή τους στη διαδικασία είναι επίσης απολύτως εκούσια.
Επιπλέον, τα Ελληνικά Δικαστήρια μπορούν να καλέσουν τα μέρη να υπαγάγουν τη διαφορά τους στη Διαμεσολάβηση, δεν μπορούν όμως να τα υποχρεώσουν. Διαφοροποιήσεις μπορεί να υπάρχουν σε δικαστήρια άλλων κρατών μελών της Ε.Ε.
Ποιες διαφορές υπάγονται στη Διαμεσολάβηση;
Στη Διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν οι διαφορές Αστικού και Εμπορικού Δικαίου για τις οποίες τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου, δηλαδή για τις οποίες δεν απαιτείται από τον νόμο η έκδοση δικαστικής απόφασης για την επίλυσή τους (όπως π.χ. η έκδοση διαζυγίου). Αντίθετα, δεν υπάγονται στη Διαμεσολάβηση οι διαφορές δημοσίου δικαίου
Ποιος είναι ο Διαμεσολαβητής και πώς ορίζεται;
Ο Διαμεσολαβητής είναι ο ουδέτερος, ανεξάρτητος και αμερόληπτος τρίτος, βοηθός διαπραγμάτευσης, ο οποίος είναι ειδικά εκπαιδευμένος στο δίκαιο και σε τεχνικές διαπραγμάτευσης και ψυχολογίας, διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναλαμβάνει να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, να αποκαταστήσει και να συντονίσει το διάλογο μεταξύ των μερών και να τα βοηθήσει στις διαπραγματεύσεις τους ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία. Εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το Νόμο, ο οποίος περιλαμβάνει και τον Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών.
Στην πράξη, το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να απευθυνθεί σε Διαμεσολαβητή της δικής του επιλογής ή σε Κέντρο Διαμεσολάβησης όπως η RESOLVE για να του ορίσει ή να του προτείνει Διαμεσολαβητή. Η επιλογή Διαμεσολαβητή γίνεται ύστερα από έρευνα για τους τομείς εξειδίκευσής του, την τυχόν εμπειρία του κλπ. Δείτε τους τομείς δραστηριοποίησης των Διαμεσολαβητών της RESOLVE εδώ. Εν συνεχεία, ο Διαμεσολαβητής επικοινωνεί με το άλλο μέρος για να λάβει σχετική έγγραφη έγκριση προς το πρόσωπό του. Εναλλακτικά το ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να έρθει απευθείας σε επαφή με την άλλη πλευρά για να επιλέξουν από κοινού Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Μετά τον ορισμό Διαμεσολαβητή ακολουθούν οι ενημερωτικές συναντήσεις του με τα μέρη της διαφοράς στις υποθέσεις της εκούσιας διαμεσολάβησης ή η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία στις υποθέσεις στις οποίες προβλέπεται από το νόμο το στάδιο αυτό (οικογενειακές διαφορές, υποθέσεις τακτικής διαδικασίας πάνω από 30.000 Ευρώ, συμφωνητικά με ρήτρα Διαμεσολάβησης – δείτε αναλυτικά στην ερώτηση 2).
Σε κάθε περίπτωση μετά την περάτωση της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας ή της ενημέρωσης για την εκούσια Διαμεσολάβηση, τα μέρη έχουν δικαίωμα να επιλέξουν άλλο Διαμεσολαβητή από τον αρχικό, εφόσον επιθυμούν να συνεχίσουν στην διαδικασία της Διαμεσολάβησης.
Ποιοι συμμετέχουν στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία και την Διαμεσολάβηση και πώς πραγματοποιούνται;
Στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία τα μέρη παρίστανται αυτοπροσώπως (τα νομικά πρόσωπα με τον νόμιμο εκπρόσωπό τους ή αντιπρόσωπο αυτού με εξουσιοδότηση) μαζί με δικηγόρο τους. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μόνη η συμμετοχή του τελευταίου με εξουσιοδότηση, εφόσον αποδειχθεί ότι δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία του μέρους (εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο), ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχει δυσκολία μετακίνησης λόγω σοβαρής ασθένειας ή το μέρος είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν υπάρχει η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης.
Στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης συμμετέχουν τα μέρη τα οποία αφορά η διαφορά, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους και ο Διαμεσολαβητής που έχουν επιλέξει. Στη διαδικασία δύναται να μετέχει και τρίτο πρόσωπο, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο σε συμφωνία με τα μέρη και τον Διαμεσολαβητή. Σε υποθέσεις καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών επιτρέπεται και η αυτοπρόσωπη παράσταση των μερών, χωρίς τον δικηγόρο.
Η αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει στα μέρη, τα οποία συνεπικουρούνται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, και ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος είναι ειδικά εκπαιδευμένος σε τεχνικές ψυχολογίας και διαπραγμάτευσης, προσπαθεί με από κοινού και κατ’ ιδίαν συναντήσεις με αυτά να τα βοηθήσει να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά καταλήγοντας σε συμφωνία.
Ο Διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει για την έκβαση της υπόθεσης ούτε κρίνει τις θέσεις των μερών. Η διαδικασία της Διαμεσολάβησης καλύπτεται από απόλυτη εχεμύθεια, δεν τηρούνται πρακτικά και οτιδήποτε λέγεται στη Διαμεσολάβηση κατά τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις δεν κοινοποιείται στην άλλη πλευρά από τον Διαμεσολαβητή, αν δεν υπάρχει σχετική συναίνεση. Παράλληλα, ακόμα και το ίδιο το γεγονός της πραγματοποίησης της Διαμεσολάβησης, μπορεί να παραμείνει απόρρητο.
Εφόσον η διαφορά αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων ή σε διαιτησία, ο Διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι νομικοί παραστάτες αυτών και όσοι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν.
Πόσο διαρκεί η Διαμεσολάβηση;
Η Διαμεσολάβηση συνήθως ολοκληρώνεται σε μία εργάσιμη μέρα, χωρίς αυτό να είναι περιοριστικό. Ο χρόνος, ο τόπος διεξαγωγής της Διαμεσολάβησης και οι λοιπές λεπτομέρειες καθορίζονται από τον Διαμεσολαβητή σε συνεργασία με τα μέρη.
Στις περιπτώσεις της εκούσιας Διαμεσολάβησης και πριν από την διεξαγωγή της, έχει προηγηθεί το στάδιο της προετοιμασίας κατά το οποίο ο Διαμεσολαβητής επικοινωνεί με τα μέρη και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους κατ’ αρχήν χωριστά, τους ενημερώνει για το θεσμό και τη διαδικασία και εν συνεχεία υπογράφεται η συμφωνία υπαγωγής στη Διαμεσολάβηση.
Εν συνεχεία, οι Δικηγόροι αποστέλλουν στον Διαμεσολαβητή τα ενημερωτικά τους σημειώματα που περιλαμβάνουν τις θέσεις των μερών για τη διαφορά.
Πόσο κοστίζει η Διαμεσολάβηση;
Η αμοιβή του Διαμεσολαβητή συμφωνείται ελεύθερα από τα μέρη με γραπτή συμφωνία και προκαταβάλλεται από αυτά, συνήθως εξ ημισείας (εκτός αν αποφασίσουν διαφορετικά).
Αν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, ο ν. 4640/2019 ορίζει τα εξής:
α) για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία, το επισπεύδον μέρος προκαταβάλλει στο Διαμεσολαβητή αμοιβή πενήντα (50,00) ευρώ, ποσό που εν συνεχεία βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία κατά τον τρόπο που αναλυτικά αναφέρεται στον νόμο και
β) για κάθε ώρα Διαμεσολάβησης, η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ και βαρύνει εξίσου τα μέρη κατ’ ισομοιρία.
Κάθε μέρος αναλαμβάνει την αμοιβή του Δικηγόρου που το συνοδεύει, η οποία συμφωνείται ελεύθερα (υπάρχει πάντως υποχρέωση έκδοσης σχετικού γραμματίου προκαταβολής εισφορών και εξόδων).
Γιατί τα μέρη να επιλέξουν τη Διαμεσολάβηση;
Γιατί μπορούν να επιλύσουν άμεσα τη διαφορά τους χωρίς καθυστερήσεις
- Γιατί διαπραγματεύονται υποβοηθούμενα από το Διαμεσολαβητή μέσα σε συνθήκες πολιτισμένες που τα ίδια έχουν επιλέξει
- Γιατί η διαδικασία καλύπτεται από εχεμύθεια
- Γιατί συντομότερος χρόνος επίλυσης σημαίνει και χαμηλότερο κόστος επίλυσης
- Γιατί η συμφωνία επίλυσης της διαφορά τους (που περιλαμβάνεται στο Πρακτικό της Διαμεσολάβησης) αποτελεί, υπό προϋποθέσεις, εκτελεστό τίτλο και έχει ισχύ δικαστικής απόφασης
- Γιατί μπορούν να διατηρήσουν τις καλές τους σχέσεις και (γιατί όχι;) να επεκτείνουν τη συνεργασία τους
- Γιατί μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία ρεαλιστική για τα δεδομένα τους (οικονομικά και πραγματικά) και τελείως διαφορετική από αυτή που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ζητήσουν από ένα Δικαστήριο.
Ποιος ο ρόλος του δικηγόρου στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης
Ο δικηγόρος έχει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Αρχικά έχει υποχρέωση να ενημερώσει εγγράφως το μέρος της διαφοράς για τη δυνατότητα επίλυσης αυτής με Διαμεσολάβηση καθώς επίσης και για το στάδιο της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας, εφόσον προβλέπεται αυτό ανάλογα με το είδος της διαφοράς. Εν συνεχεία συνοδεύει τον πελάτη του – μέρος της διαφοράς στις ενημερωτικές συναντήσεις με τον Διαμεσολαβητή ή στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία προκειμένου να ενημερωθούν από κοινού για τη διαδικασία. Προετοιμάζει το μέρος της διαφοράς για την παρουσία του στη Διαμεσολάβηση και καταστρώνουν από κοινού τη στρατηγική και την επιχειρηματολογία που θα χρησιμοποιήσουν καθώς επίσης και για τη διαπραγματευτική τους τακτική. Συντάσσει το ενημερωτικό σημείωμα προς το Διαμεσολαβητή και καλύπτει το μέρος της διαφοράς αναλύοντας τις νομικές πτυχές της υπόθεσης κατά τη διαδικασία. Συντάσσει από κοινού με το δικηγόρο της άλλης πλευράς τη συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη και η οποία θα περιλαμβάνεται στο πρακτικό που μπορεί εν συνεχεία και υπό προϋποθέσεις να κατατεθεί στο αρμόδιο Πρωτοδικείο για να καταστεί εκτελεστός τίτλος.
Η RESOLVE σε συνεργασία με το ΑθηναΪκο Κέντρο Κατάρτισης και Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών ΑΚΚΕΔ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών παρέχει εξειδικευμένο και προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα και νομοθεσία Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Νομικών Παραστατών στη Διαμεσολάβηση. Σε αυτό οι δικηγόροι – νομικοί παραστάτες έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν σε βάθος τόσο τη διαδικασία και όσο και το ρόλο τους σε αυτή, μέσα από την άρτια και ενδελεχή τους ενημέρωση αναφορικά με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αλλά και μέσα από βιωματικές ασκήσεις.
Πώς μπορώ να γίνω Διαμεσολαβητής;
Σύμφωνα με τον ν. 4640/2019, ο Διαμεσολαβητής πρέπει: α) να είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχος ισότιμου τίτλου σπουδών από φορέα της αλλοδαπής, αναγνωρισμένου κύρους, β) να έχει εκπαιδευτεί σε Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών, αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή να κατέχει τίτλο διαπίστευσης από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε και στη συνέχεια γ) να συμμετάσχει στις εξετάσεις πιστοποίησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, προκειμένου να διαπιστευθεί ως Διαμεσολαβητής και να εγγραφεί στα Μητρώα του άρθρου 29 του ν. 4640/2019.
Κάτοχος διδακτορικού τίτλου Α.Ε.Ι ή ισότιμου τίτλου της αλλοδαπής με αντικείμενο την Διαμεσολάβηση δύναται να συμμετέχει απευθείας στις ως άνω εξετάσεις, χωρίς να απαιτείται η εκπαίδευσή του από κάποιον Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών